Home >> Βιβλία >> Μέγας Αλέξανδρος και Ινδία

Μέγας Αλέξανδρος και Ινδία

Είπε ο Αλ Μασούντι:

Όταν ο Αλέξανδρος σκότωσε τον Πώρο, έναν απ’ τους βασιλιάδες της Ινδίας και κυβερνήτη της πόλης Μανκίρ, θέλησε όλοι οι βασιλιάδες της Ινδίας να υποταχτούν σ’ εκείνον, όπως αναφέραμε ήδη, προσφέροντάς του χρήματα και φόρο υποτέλειας. Πληροφορήθηκε, λοιπόν, ότι στ’ απώτερα άκρα της Ινδίας υπήρχε ένας βασιλιάς σοφός, άριστος διαχειριστής των υποθέσεων του κράτους του, ευσεβής και δίκαιος με τους υπηκόους του. Τα χρόνια του είχαν φτάσει τα εκατό και δεν υπήρχε άλλος, φιλόσοφος ή σοφός, ανώτερος του σ’ όλη την επικράτεια της Ινδίας. To όνομά του ήταν Κεντ. Είχε πάντα τον έλεγχο του εαυτού του και ήταν σε θέση να συγκρατεί τον ενθουσιασμό, τον ερωτισμό, την οργή και τ’ άλλα πάθη του, χάρη σ’ έναν ευγενή χαρακτήρα και μια τακτική πλήρη αρετών.

Ο Αλέξανδρος τού έστειλε ένα γράμμα στ’ οποίο έλεγε: «Όταν αυτό το γράμμα φτάσει στα χέρια σου, εάν είσαι όρθιος, μην καθίσεις και, εάν περπατάς, τότε μην στρέψεις το κεφάλι, αλλιώς θα κάνω κομμάτια το βασίλειό σου και θα σε στείλω να κάνεις παρέα σ’ όλους τους περασμένους βασιλιάδες της Ινδίας».

Όταν έλαβε το γράμμα ο Κεντ, έδωσε στον Αλέξανδρο την καλύτερη απάντηση απευθυνόμενος σ’ εκείνον με τον τίτλο «βασιλιάς των βασιλιάδων». Τον ενημέρωσε ότι είχε συλλέξει για λογαριασμό του και πριν από εκείνον, πράγματα που δεν τα είχε στην κατοχή του κανένας άλλος και καυχιόταν γι’ αυτό. Είχε μία νεαρή κόρη προορισμένη για τον Αλέξανδρο που ο ήλιος δεν είχε ποτέ δει όμοιά της στην ομορφιά, έπειτα έναν φιλόσοφο ικανό να δώσει απαντήσεις προτού, καν, ερωτηθεί. Τόσο διεισδυτικό ήταν το πνεύμα του, όμορφος ο χαρακτήρας του, τόσο αρμονικό το ύφος του και τεράστιο το εύρος της γνώσης του· ένας γιατρός που δεν φοβόταν την αρρώστια ούτε τα συμπτώματα παρά μόνο την ολοσχερή καταστροφή και την εξόντωση της πραγματικότητας, την λύση του αινίγματος του Δημιουργού, στον οποίον χρεώνεται η έμπνευση γι’ αυτό το σώμα των αισθήσεων.

«Κι εάν τ’ ανθρώπινο οικοδόμημα με την ανατομική του κατασκευή είναι μονίμως εξουθενωμένο σε τούτον τον κόσμο, αφού είναι εκτεθειμένο σε κακουχίες, θανάτους και δυσχέρειες κάθε είδους, στην κατοχή μου υπάρχει μια κούπα γεμάτη με ποτό απ’ το οποίο ολόκληρος ο στρατός σου μπορεί να πιει χωρίς αυτό να μειώνεται καθόλου και δεν θα τού προσθέτεις κι άλλο παρά μόνο όταν ξεχειλίζει. Θα τα στείλω όλα αυτά στον βασιλέα και θα πάω να τον βρω», πρόσθεσε ο Κεντ.

Τότε ο Αλέξανδρος τού έστειλε την πολυπληθή κοινότητα των Ελλήνων σοφών, δίνοντάς τους τις ακόλουθες οδηγίες: «Αν είναι αληθινά όσα έγραψε, τότε φέρτε μου τους θησαυρούς κι αφήστε τον στην θέση του. Αν, όμως, καταλάβετε ότι η υπόθεση είναι αλλιώς και μάς είπε τ’ αντίθετα απ’ όσα συμβαίνουν, καθώς απομακρύνθηκε απ’ τα όρια της σοφίας, να μού τον φέρετε μπροστά μου».

Αναχώρησε η αντιπροσωπεία των σοφών κι, όταν έφτασε στο βασίλειο του Κεντ, εκείνος έσπευσε να τούς υποδεχτεί με τον καλύτερο τρόπο φιλοξενώντας τους στην καλύτερη κατοικία. Όταν ήρθε η τρίτη μέρα, παρακάθισε μαζί τους χωρίς τους στρατιωτικούς που τούς συνόδευαν. Οι σοφοί αντάλλαξαν μερικές κουβέντες τότε και είπαν: «Αν μας πει την αλήθεια για το πρώτο απ’ αυτά που λέει πως κατέχει, τότε θα μάς πει την αλήθεια και για τα υπόλοιπα τρία».

Όταν ένας – ένας οι σοφοί πήραν την σειρά τους, άρχισε το συμβούλιο και η συζήτηση με τις αρχές της Φιλοσοφίας, τις θεωρίες της Φυσικής και της Θεολογίας. Μια ομάδα από σοφούς και φιλοσόφους που κάθονταν στ’ αριστερά του, συζητούσαν επί μακρόν για την αρχή του κόσμου, τον διαφορετικό τρόπο που αναπτύσσονταν οι επιστήμες. Η κουβέντα των σοφών συνεχίστηκε χωρίς τέλος, μέχρι που έφτασαν στα όρια των γνώσεων τους. Ύστερα, βγήκε η οδαλίσκη και, όταν παρουσιάστηκε εμπρός τους, την έφαγαν με τα μάτια τους. Δεν είχαν προφτάσει να δουν καθένα απ’ τα μέλη του κορμιού της που τούς έδειχνε ο βασιλιάς, και, έτσι, δεν μπόρεσαν να ρίξουν το βλέμμα τους κι αλλού, στην τελειότητα του προσώπου της, τις αρμονικές αναλογίες του σώματός της. Φοβήθηκαν, τότε, μήπως χάσουν τα μυαλά τους, τόσο πολύ τούς εντυπωσίασε το πλάσμα αυτό που καθένας στράφηκε στον εαυτό του καταφέρνοντας να υπερνικήσει την δύναμη των παθών και των απαιτήσεων της φύσης του. Αφού ο βασιλιάς τούς έδειξε όλα όσα τούς είχε, ήδη, υποσχεθεί, τούς επέτρεψε να φύγουν μαζί με τον φιλόσοφο, τον γιατρό, την οδαλίσκη και την κούπα. Ο ίδιος, μάλιστα, τούς συνόδευσε σε κάποια απόσταση απ’ τα εδάφη του.

Όταν έφτασαν μπροστά στον Αλέξανδρο, εκείνος διέταξε ο γιατρός κι ο φιλόσοφος να κατασκηνώσουν εκεί. Δεν είχε προφτάσει να ρίξει στην οδαλίσκη μια ματιά και η ομορφιά της, αμέσως, τον καθήλωσε, το μυαλό της τον ζάλισε και ζήτησε απ’ τη φύλακα των παλλακίδων να την περιποιηθεί. Στη συνέχεια, έστρεψε την προσοχή του στον φιλόσοφο και στις γνώσεις του, στις γνώσεις του γιατρού, την ικανότητά του να εξασκεί την ιατρική και να φροντίζει για την υγεία.

Οι σοφοί εξιστόρησαν στον Αλέξανδρο όσα τούς συνέβησαν με τον βασιλιά της Ινδίας κι όσα είχαν συζητήσει μαζί του. Ακόμα τού μίλησαν για τους φιλοσόφους και τους σοφούς απ’ τους οποίους εκείνος ο βασιλιάς πλαισιωνόταν. Ο Αλέξανδρος εντυπωσιάστηκε και θαύμασε όλα τούτα, σκέφτηκε τον τρόπο με τον οποίο οι δικοί του παρουσίασαν τις ιδέες, τον σκοπό τους, το σημείο όπου είχαν φτάσει με τις γνώσεις και την επιστήμη τους. Ζήτησε μια κούπα, την γέμισε με βούτυρο έως πάνω στο χείλος της, ώστε να μην μπορείς να προσθέσεις κι άλλο, ύστερα το έδωσε σ’ έναν αγγελιοφόρο λέγοντας: «Πήγαινε αυτήν την κούπα στον φιλόσοφο, αλλά μην τού πεις λέξη».

Όταν ο αγγελιοφόρος επέστρεψε με την κούπα και την έδωσε στον φιλόσοφο, εκείνος είπε με την δύναμη της διανοίας του που την χρησιμοποιούσε, για να ξετυλίξει την αλήθεια και να φτάσει στην εσωτερική βεβαιότητα: «Γιατί αυτός ο σοφός βασιλιάς μού έστειλε την κούπα με το βούτυρο;» Έβαλε το μυαλό του να δουλεύει, για να εξετάσει το ζήτημα που τον απασχολούσε.

Στην συνέχεια, ζήτησε χίλιες βελόνες, έχωσε τις μύτες τους στο βούτυρο και τις έστειλε πίσω στον Αλέξανδρο, ο οποίος διέταξε να τις λιώσουν και να σχηματίσουν μία μπάλα ομοιόμορφα στρογγυλή και να την στείλουν πίσω στον φιλόσοφο. Όταν εκείνος την είδε κι εξέτασε το έργο του Αλέξανδρου, έδωσε οδηγίες να την κάνουν επίπεδη και να φτιάξουν έναν καθρέπτη, στον οποίον έδωσε μια γυαλάδα, για να μετατραπεί έτσι σ’ ένα αντικείμενο λαμπερό, γυαλιστερό, τ’ οποίο αντανακλούσε την εικόνα όποιου στεκόταν μπροστά του. Αφού καθαρίστηκε εντελώς στην επιφάνεια και η σκόνη εξαφανίστηκε, διέταξε να τον στείλουν πίσω στον Αλέξανδρο που τον κοίταξε και πρόσεξε πόσο όμορφη ήταν η εικόνα του μέσα στον καθρέφτη. Έδωσε εντολή να τού φέρουν μια λεκάνη, έβαλε τον καθρέφτη μέσα και είπε να τον σκεπάσουν με νερό. Βούλιαξε ο καθρέφτης κι έπειτα τον έστειλε πίσω στον φιλόσοφο.

Όταν ο τελευταίος το είδε, το μετέτρεψε σ’ ένα δοχείο, για να πίνεις, όπως αυτά που τα λέμε ταρτζαχάρα, ύστερα το τοποθέτησε στην λεκάνη, έτσι ώστε να επιπλέει πάνω απ’ το νερό, και το γύρισε στον Αλέξανδρο.

Όταν ο βασιλιάς το είδε, διέταξε να τού φέρουν μαλακό χώμα και το γέμισε μέχρι πάνω. Ύστερα το επέστρεψε στον φιλόσοφο, ο οποίος το είδε κι άλλαξε χίλια χρώματα, πανικοβλήθηκε και η θλίψη διαγράφτηκε στο πρόσωπό του, δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά του, δυνάμωσαν τα βογκητά που έβγαιναν απ’ το στήθος του, τα διακοπτόμενα απ’ ασταμάτητους λυγμούς κι αναφιλητά. Παρέμεινε έτσι την υπόλοιπη μέρα κι, όταν ο φιλόσοφος συνήλθε και το ξεπέρασε, έβαλε τις φωνές στον εαυτό του μαλώνοντας τον με τα εξής λόγια: «Δυστυχία σου, ψυχή μου! Ποιος σ’ έριξε μες στα σκοτάδια, ποιος σού προκάλεσε αυτόν τον πόνο, ποιος σ’ έφτασε στην μαύρη νύχτα; Μήπως δεν περιπλανιόσουν ελεύθερα κάτω απ’ το φως, δεν βάδιζες χαρωπά στα ψηλά, αναμένοντας να χαράξει η αλήθεια, ανοίγοντας τον δρόμο στον κόσμο όπου ανατέλλει η μέρα, όταν, ήδη, σε είχαν ρίξει μέσα στον κόσμο των σκοταδιών και της αντίστασης, της καταπίεσης και της διαφθοράς, όπου έγινες λεία των απαγωγέων και παιχνίδι των καταιγίδων, σού αφαιρέθηκε η γνώση των μεταφυσικών πραγμάτων, η θέση σου στον αγαπημένο κόσμο, όμως αντιμετώπισες κάθε κακουχία, κάθε δύσκολη κατάσταση κι άφησες πίσω σου κάθε τι ποθητό; Πού είναι, λοιπόν, οι αρχές που έφερναν αυτήν την ευτυχία και την μεγάλη σου ανακούφιση; Τώρα ζεις μέσα στα σώματα, μα δεν μπορείς να τα γλυτώσεις απ’ το βάσανο της ύπαρξης και του κακού. Ω, ψυχή μου, ζεις ανάμεσα σ’ άγρια θηρία που σκοτώνουν, δηλητηριώδη φίδια, ανάμεσα σε χειμάρρους, σε φωτιές που καταβροχθίζουν κι ανέμους που σαρώνουν. Η ζωή σου προχωρά μέσα σε γυάλες απ’ όπου διακρίνονται μόνο οι απρόσεκτοι και οι αγνοούντες, π’ απέχουν απ’ το καλό και ποθούν το κακό».

Κατόπιν, σήκωσε τα μάτια ψηλά στον ουρανό και είδε τ’ αστέρια να λάμπουν. Είπε, τότε, με δυνατή φωνή: «Ω, ταξιδιάρικο αστέρι! Ω, φωτεινό σώμα, από έναν κόσμο ευγενή ανέτειλες, μα χάθηκες, γιατί; Έρχεσαι από κόσμο ακριβό, πολύτιμο, όπου οι ψυχές στα ύψη και στα καταφύγια κατοικούν. Πόσο μακριά πετάξατε απ’ την ουράνια πατρίδα σας και πόσο γρήγορα!»

Μ’ αυτά τα λόγια πλησίασε τον απεσταλμένο του Αλέξανδρου και είπε δείχνοντας το χώμα που δεν είχε ακουμπήσει: «Πάρε το και γύρισέ το στον βασιλιά σου».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *