Home >> Κοινωνία >> Αποχαιρετώντας την εξωτική Πάντειο σχολή!

Αποχαιρετώντας την εξωτική Πάντειο σχολή!

Είναι κάποιες στιγμές, κάποιες στιγμές σου που σού ανήκουν αποκλειστικά, τόσο δικές σου, ολόδικές σου, που, αν κι αργούν, για τους χ – ψ λόγους να σε βρουν, όταν, εν τέλει, αυτό γίνεται, σε στέλνουν στα ουράνια. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί είναι μοναδικά δικό σου επίτευγμα.

Φυλλομετρώντας το βιβλίο της Ζωής σου, ποιες θεωρείς ότι είναι οι δικές σου σημαντικότερες στιγμές και τι είναι αυτό που τις καθιστά τόσο ιδιαίτερες, τόσο ξεχωριστές; Κάτω από ποιες συνθήκες σε βρήκαν και πώς τις βίωσες; Είτε τις περίμενες είτε όχι…

Είναι γλυκιά η Ζωή, ρε φίλε. Κι ας υπάρχουν τόσοι μαλάκες που με τις πράξεις τους σε κάνουν ν’ αμφιβάλλεις για τ’ αντίθετο. Είναι απίστευτα ηδονική η στιγμή, όταν καταφέρνεις κάτι μόνος σου, στηριζόμενος στα δικά σου πόδια. Να παίζεις με το μυαλό και τις δυνάμεις σου, να βασίζεσαι σ’ εσένα. Κι ας αργεί να έρθει τ’ αποτέλεσμα. Διότι σημασία δεν έχει αποκλειστικά ο προορισμός αλλά και η ρημάδα η διαδρομή. Ναι, τελικά, έχουν τόσο μα τόσο δίκιο αυτοί που το λένε. Αυτή σε ωριμάζει, μέσω αυτής αλλάζεις παραστάσεις, αποκτάς εμπειρίες. Μέσω αυτής ζεις.

Δε θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ με πόση αγωνία τα δάκτυλά μου έτρεχαν πάνω στο πληκτρολόγιο, για να δω σε ποια σχολή είχα περάσει. Αν ήταν η σχολή της άμεσης επιλογής μου. Και ήταν! Εκείνο το μακρινό πρωινό του… 2013. Εκείνο το χαμόγελο… Αυτή η υπερηφάνεια…. Δε θα ξεχάσω ποτέ πώς τα δάκτυλά μου πληκτρολογούσαν τους κωδικούς μου πάνω στην οθόνη του κινητού, για να δω τη βαθμολογία του τελευταίου μαθήματος. Αυτού του μαθήματος που θα μού χάριζε το πτυχίο. Αυτό το μάθημα που θα έκλεινε τον κύκλο των σπουδών μου. Έναν κύκλο που συνειδητά… επέκτεινα… Που δε μετάνιωσα στιγμή. Που, ίσως, αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, να έπραττα το ίδιο. Γιατί μέσα σ’ αυτά τα 8 χρόνια έζησα το 1/3 της μέχρι τώρα Ζωής μου και οι μάχες που έδωσα ήταν πολλές, μικρές και μεγάλες. Και με διαμόρφωσαν. Και “φτάσαμε”, πια, σ’ αυτό το παράξενο 2021… Στο τελικό “αποτέλεσμα”. Αυτό το δάκρυ… Αυτή η υπερηφάνεια…. Υπερηφάνεια. Κοινός παρανομαστής.

Μα, ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή, χωρίς να χρονοτριβήσω. Χωρίς να σάς ζαλίσω. Θέλω, απλά, να σάς πω μια μικρή ιστορία. Κι απ’ αυτή να κρατήσετε την τελική ουσία.

Είμαστε πάααααρα πολύ μικροί, μόλις στα 18 μας, ώστε αφενός ν’ αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε στη Ζωή μας κι αφετέρου, τουλάχιστον επαγγελματικά, ποιοι θέλουμε να είμαστε για το υπόλοιπο αυτής. Έχουν δίκιο, όταν λένε, ότι οι πανελλαδικές δεν αποτελούν το τέλος του κόσμου (μας). Οι ευκαιρίες ελλοχεύουν παντού. Ενίοτε, τις δημιουργούμε, επίσης. Όμως, έτσι έχει το… “σύστημα”. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσεις. Και το να φοιτήσεις είναι μια αρχή. Δίνεις τη χαρά στους γονείς, αλλά, πολύ περισσότερο, είναι κάτι που κάνεις για εσένα και γι’ αυτό πρέπει να το κάνεις με τους δικούς σου όρους.

Κοινωνιολογία Παντείου Πανεπιστημίου

Όσοι είστε συνάδελφοι, μπορείτε να με νιώσετε στο έπακρο. Πόσες και πόσες φορές άκουσα αυτή τη ρημάδα την ερώτηση. “Και πως βγαίνεις απ’ αυτή τη σχολή;”. “ΝΕΥΡΙΑΣΜΕΝΗ”, θέλησα χιλιάδες φορές να φωνάξω. Όταν οι πιο αναγνωρίσιμες σχολές είναι τα παιδαγωγικά, η νομική και η ιατρική, τι να τούς πει και η κοινωνιολογία…

Σίγουρα, ο κλάδος μας δεν είναι κι απ’ τους πιο αναγνωρισμένους. Σίγουρα, η μόρφωση που λαμβάνουμε δεν είναι τόσο εξειδικευμένη, αλλά πολύπλευρη. Κι αυτό την καθιστά τόσο μα τόσο γοητευτική. Ποιος άλλος κοινωνικός επιστήμονας βγαίνει (λέμε τώρα) στην αγορά εργασίας με γνώσεις κοινωνιολογίας, εγκληματολογίας, νομικής, ψυχολογίας, οικονομίας, φιλοσοφίας, ιστορίας, μαθηματικών κτλ… Ένας “πλουραλιστικός” κοινωνικός επιστήμονας. Σίγουρα, όπως όλες οι σχολές, έτσι κι αυτή της κοινωνιολογίας, έχει τα υπέρ και τα κατά της, αλλά είναι τόσα τα επίπεδα, τόσες οι γνώσεις και τ’ αντικείμενα που συνεχώς, αδιαλείπτως μαθαίνεις… Όρεξη να έχεις να μαθαίνεις… Και σ’ αλλάζει τόσο μα τόσο πολύ όχι, αποκλειστικά, ως εν δυνάμει κοινωνιολόγο, αλλά κι ως άνθρωπο. Σκοπό, ωστόσο, δεν έχω να ευλογήσω τα γένια μου. ‘Αλλωστε, όπως όλοι οι φοιτητές, έτσι κι εγώ, έχω τα παράπονά μου απ’ τη σχολή μου κι απ’ το τμήμα μου (βαρύτητα κάποιων μαθημάτων, μεταλαμπάδευση καθηγητών, χρησιμότητα συγκεκριμένων συγγραμμάτων κι εγχειριδίων κτλ..). Όμως μέσα στις αίθουσες, σ’ αυτά τα έδρανα, στους κόλπους της σχολής, αλλά και με το μυαλό στις διαλέξεις και στα όσα συνεχώς απορροφούσα, ΆΛΛΑΞΑ. Άλλαξε η Νίκη. Όχι, απλά, αναθεώρησα για πολλές αντιλήψεις και σκεπτικά, αλλά αυτό που, κυρίως, με δίδαξε αυτή η σχολή είναι ότι έμαθα ν’ αμφισβητώ. Να μην παίρνω τίποτε ως δεδομένο. Να μην είμαι πρόβατο.

Δε σάς κρύβω ότι ένα απ’ τα αρνητικά της σχολής μου είναι η αποκατάσταση. Μπαίνοντας πιο βαθιά μέσα στα πράγματα, ένα χρόνο πριν ολοκληρώσω τα μαθήματά μου και προβώ στη λήψη του πτυχίου μου, κάτι μέσα μου άστραψε. Κάτι άλλαξε. Το 2017 ήμουν στο μεταίχμιο. Η σχολή μ’ έπνιγε (συνδυαστικά με κάποια προσωπικά θέματα) και θεώρησα πως έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα. Να κοιτάξω κάτι άλλο. Να δώσω χώρο σε κάτι άλλο. Έμεναν λίγα μαθήματα κι εγώ, που πάντα με ό,τι καταπιαστώ ενθουσιάζομαι, που μετά μπορεί να το βαρεθώ και σαν παιχνίδι να το πετάξω, θέλησα να δοκιμαστώ σε κάτι άλλο. Απείχα λίγα μαθήματα απ’ το πτυχίο, αλλά τα τίναξα, σχεδόν, όλα στον αέρα. Παράτησα τα λατρεμένο μου σπίτι στην Αθήνα, αυτό το υπέροχο σπίτι στον Νέο Κόσμο. Επέστρεψα στο πατρικό μου, στο Σούνιο. Και βυθίστηκα στον υπολογιστή και το διαδίκτυο ψάχνοντας τι είναι αυτό που θα μ’ έκανε να δω ξανά με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την επαγγελματική κι όχι μόνο Ζωή μου. Με τα πολλά και με τα λίγα, μη με ρωτάτε γιατί, αποφάσισα να κάνω αυτό που πάντα, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, κλωθογύριζε μέσα στο μυαλό μου. Ν’ ασχοληθώ με τ’ αθλητικά. Πώς, όμως, όταν είμαι καλή στο να βλέπω, αλλά όχι στο να παίζω; Προφανώς με το να τα σχολιάζω, να γράφω γι’ αυτά. Και ήταν και η απόφαση αυτή ένα ρίσκο. Διότι δεν ήμουν και δεν είμαι ο παντογνώστης στ’ αθλητικά. Ακόμη και στ’ αγαπημένο μου άθλημα, το μπάσκετ, εξακολουθώ να μαθαίνω. Μέρα με τη μέρα, όλο και κάτι νέο. Ήθελα να δοκιμαστώ. Ήθελα να μάθω. Και δε μετάνιωσα για την εμπειρία. Ίσως για την επιλογή της συγκεκριμένης φοίτησης, αλλά όχι για αυτήν καθαυτήν την απόφαση να δοκιμαστώ σε κάτι τόσο νέο. Για εμένα.

Κι όπως σε κάθε περίπτωση, έτσι και σ’ αυτήν, μπήκα σα “νεούδι”, σα ψάρι έξω απ’ τα νερά του. Πόσο μα πόσο το μισώ αυτό το συναίσθημα τ’ άγνωστου και της προσαρμογής, αλλά πόσο αστείο φαίνεται, όταν, πλέον, έχεις μπει στον χορό. Και σ’ αυτήν τη σχολή ένιωσα να μεγαλώνω, να ωριμάζω, εξίσου. Εκεί μέσα έμαθα όχι, πλέον, ν’ αμφισβητώ, κάτι που, ήδη, το γνώριζα, αλλά, κυρίως, ν’ απαιτώ και να μη με πατούν. Μπορεί να με προσπέρασαν, αλλά, σίγουρα, προσπάθησα με κλάμα και με θράσος να μη μ’ αγνοούν. Απ’ τη σχολή αυτή αποφοίτησα το 2018 και με κάθε σιγουριά μπορώ να πω ότι, πλέον, τριβή την τριβή, εμπειρία την εμπειρία, χωρίς κλάμα, πια, επιβάλλομαι κι απαιτώ αυτό που μού αναλογεί. Όλα είναι παραστάσεις κι όλα είναι διεκδικήσεις.

Αφού παράτησα το σπίτι στην Αθήνα, έπιασα δουλειά (σεζόν) στη Σαντορίνη. Έβγαλα 5 χιλιάρικα και τα έσπρωξα όλα στη σχολή, για να πιάσω τ’ όνειρο της δημοσιογράφου. Τώρα, αν άξιζαν ή όχι τόσα χρήματα, μη με ρωτάτε. Απόσβεση, πάντως, δεν έχω κάνει, ακόμη. Θα δείξει στο μέλλον. Σίγουρα, πάντως, είδαν πολλά τα μάτια μου κι αυτό δεν τ’ αλλάζω με τίποτα. Είδα την ομορφιά και τη σαπίλα του κλάδου από τα μέσα.

Επέστρεψα από Σαντορίνη κι έψαξα για νέο σπίτι. Αυτή τη φορά στην Καλλιθέα. Κοντά στ’… όνειρο… Ξεκίνησα την ιδιωτική σχολή με την Πάντειο να εκκρεμεί στις πλάτες μου. Με δυο γονείς να χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο που δε ξεμπέρδευα με τη σχολή κι αντί αυτού καταπιάστηκα με κάτι μη χειροπιαστό. Πάντα, όμως, στο πλευρό μου. Αν κι έπιασα δουλειά για τα έξοδά μου, ακόμα κι εκεί στάθηκαν δίπλα μου, για να τσοντάρουν στο ενοίκιο και τη ΔΕΗ. Σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που βγάζεις το καπέλο στους γονείς, παρά τα προστριβές που μπορεί να υπάρχουν. Χρηματοδοτούν και την παραμικρή ξεροκεφαλιά σου. Οι μήνες περνούσαν, η φοίτηση στην ιδιωτική σχολή συνεχιζόταν, τα παράπονα από πλευράς μου είχαν ξεκινήσει από νωρίς, γιατί τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, αλλά έσκυψα το κεφάλι και το βούλωσα, γιατί είχα κάνει έξοδα, γιατί είχα υποχρεώσει τους γονείς μου σ’ έξοδα και γιατί για μια φορά στη Ζωή μου έπρεπε να ρημαδοτελειώσω κάτι που ξεκινούσα. Και τ’ ολοκλήρωσα. Και ήρθε η στιγμή της πρακτικής. Της πρακτικής που δουλεύεις μεν 8 ώρες, αλλά έπαιρνες τα @@@ίδι@ σου σε μισθό. Και όχι μόνο δούλευα 8 ώρες για τη ψυχή της μάνας μου, αλλά δούλευα κι άλλες τόσες στη δουλειά που μού έδινε πραγματικό ψωμί. Αν και σερβιτόρα, δε μουρμούρισα. Το αν έχω μάθει για το προλεταριάτο και τον καπιταλισμό, δεν αφορούσε τον εργοδότη μου και, έτσι, δεν είχα παρά να το βουλώσω και να πιάσω το δίσκο. Όταν θα έπαιρνα πτυχίο, θα μπορούσα να πιάσω την καλή, σωστά; ΧΑ! Για να δούμε τώρα που έφτασε ο καιρός. Θα την πιάσω; Κι εγώ, αλλά κι άλλα τόσα παιδιά που έχουν φάει τα μάτια τους στα βιβλία. Όπως και να έχει, από εκείνο το καφέ πήρα, εξίσου, καλές παραστάσεις. Μπορεί να δούλευα σαν το σκυλί, να έβγαζα δουλειά για 2 άτομα, αν και ήμουν μόνη, μπορεί να έπαιρνα όλο το μαγαζί στις πλάτες μου, κι όταν λέμε όλο, εννοούμε, όλο, ωστόσο, ο μισθός δεν έλεγε ν’ αυξηθεί. Γαλουχήθηκα, όμως, εξίσου, κι εκεί μέσα. Ωρίμασα επαγγελματικά. Είδα πράγματα, έμαθα πράγματα. Έβαλα τους δικούς μου όρους, έμαθα τα δικά μου όρια, απέκτησα εμπειρίες και παραστάσεις και, όταν κουράστηκα, πια, και ήρθε η ώρα να πω “άντε μου στο διάολο” (γιατί καλές και οι παραστάσεις, αλλά, κάπου, και η κούραση ήρθε στο αμήν της) θεώρησα πως δεν είναι και λίγο να σε παρακαλάνε και να σού λένε ότι υπήρξες απ’ τις καλύτερες κοπέλες που πέρασαν απ’ το μαγαζί και “μείνε, σε παρακαλώ”. Ναι, φίλε, να μείνω, αλλά, αν με θες, όντως, κάνε και καμιά αύξηση. Τι να το κάνω, αν είμαι καλή και με παρακαλάς, αλλά να πληρώνομαι για τρεις κι εξήντα. Πριν πω, όμως, το “ασταδιάλα” σ’ αυτήν τη δουλειά, το είχα πει πολύ νωρίτερα στην πρακτική. Αν ψάχνεις για είλωτα, πάρε είλωτα. Αν ψάχνεις για εργαζόμενο τηλεφώνησέ μου. Διότι, αλήθεια, στους πόσους μήνες διαρκεί μια πρακτική, ρε παιδιά; Μπορεί να είμαστε αναλώσιμοι και κάθε τόσο να βγαίνουν νέα φιντάνια προς εκμετάλλευση απ’ τις σχολές, αλλά, κάπου, ώπα. Άντε γεια!

Και, με τα πολλά και με τα λίγα, φτάσαμε στο Πάσχα του 2019. Άνεργη και πάλι, αυτή τη φορά μ’ ένα πτυχίο ιδιωτικής σχολής Δημοσιογραφίας στα χέρια, ώστε να μπορώ να ψάχνω για δουλειά, και τους δικούς μου να ωρύονται πότε, επιτέλους, θα πάρω πτυχίο απ’ την Πάντειο. Στο μεταξύ, στο μεσοδιάστημα της παραμονής μου στην Καλλιθέα και της φοίτησής μου στην ιδιωτική, έδινα και μερικά απ’ τα τελευταία μαθήματα που έμεναν για πτυχίο. Και τα πέρασα, τ’ άτιμα, με τρομερή επιτυχία. Αλλά είμαι κι εγώ μανιακή. “Αν δε διαβάσεις τέλεια, Νίκη, δε θα πας να δώσεις. Δε θα κοροϊδεύεις τον εαυτό σου”. Και, έτσι, ξέμεινε ένα μάθημα. Με την υπόσχεση στο εαυτό μου να μην κάνω προχειροδουλειές, δε θα το έδινα, μέχρι να είμαι τόσο προετοιμασμένη, όσο θα ένιωθα εγώ, ως Νίκη, ικανοποιημένη. Κι έφυγα για Σαντορίνη. Να δω τους συγγενείς μου και να ηρεμήσω απ’ την προαναφερθείσα φρενίτιδα.

Και πήγα για μία εβδομάδα και γύρισα μετά από 5 μήνες. Γιατί με ζήτησαν απ’ το ίδιο μαγαζί που δούλευα τότε που μάζευα τα χρήματα για την ιδιωτική. Γιατί είμαι τόσο καλή, τρομάρα μου. Κλωθογύρισε η σκέψη στο μυαλό. Ανέβηκα Αθήνα, μάζεψα πράγματα, έκλεισα σπίτι και ξανά βουρ για Πειραιά. “Τι γίνεται μ’ αυτό το μάθημα”, έλεγαν στα τηλέφωνα μάνα και πατέρας. Είχαν περάσει, πλέον, 2 χρόνια απ’ τα 4 βασικά της κανονικής φοίτησης. “Θα διαβάσω και θ’ ανέβω να το δώσω”, τούς είπα. Αλλά πότε να προλάβεις με τόση δουλειά; Η εαρινή εξεταστική χάθηκε. “Πότε;”, ρωτούσαν εκείνοι απ’ το Λαύριο. “Στην επαναληπτική”, απαντούσα εγώ και το πίστευα. Όμως, λίγο η δουλειά, η πάρα πολλή δουλειά, λίγο το νησί, λίγο η θάλασσα, λίγο το ένα, λίγο τ’ άλλο, το διάβασμα δεν ήταν ποτέ ικανοποιητικό και, έτσι, πέρασε αέρας και η επαναληπτική εξεταστική.

Επιστροφή στην Αθήνα τέλη Σεπτέμβρη του 2019 μ’ άλλες τόσες εμπειρίες και τα χρήματα του καλοκαιριού στη βαλίτσα μου κι εγώ τού έδωσα για ΟΑΚΑ. Για το ντέρμπι ΑΕΚ – ΠΑΟΚ! Και, από τότε, ξεκίνησε μια άλλη μικρή οδύσσεια. Ψάξιμο για “κανονική δουλειά”, όπως έλεγα εγώ, προσπάθεια να ξαναδικτυωθώ στ’ αθλητικά, πραγματάκια από εδώ, πραγματάκια από εκεί, προσπάθεια στην προσπάθεια, κάπου το μάθημα έμεινε πίσω και δεν το μετάνιωσα, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους μήνες κυνηγούσα άλλα πράγματα. Πράγματα που πίστευα ότι θα μ’ οδηγούσαν κάπου. Δεν έγινε, δεν πειράζει. Στο παρασύνθημα; Μάρτιος του 2020 ήταν, όταν αναγκάστηκα, λόγω ιδιοχρησίας του ιδιοκτήτη μου, ν’ αφήσω το σπίτι μου. Ο κλοιός στένευε. Δουλειά στα μέτρα μου και στα δικά μου “θέλω” δεν έβρισκα, τα ενοίκια είχαν αγγίξει το χέρι του θεού (όχι του Μαραντόνα, αυτός πέθανε αργότερα). Τα έβαλα κάτω, τα σκέφτηκα και η λύση ήταν, για ακόμη μια φορά, η επιστροφή στο Σούνιο. “Τι γίνεται με το μάθημα;”. Αυτή η πρόταση λες και είχε κολλήσει στα χείλη των δικών μου. Και κάπου εκεί, όταν, πλέον, γύρισα στο “περιορισμένο” Λαύριο, όπου οι πιθανότητες γι’ ανέλιξη είναι μικρότερες, όταν, λόγω καραντίνας, κλειστήκαμε στο σπίτι μας κι αναγκαστήκαμε να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με τα προβλήματά μας, όταν συνειδητοποίησα ότι, πλέον, είχα φτάσει στα 27, ναι, τότε εκεί συνειδητοποίησα ότι κάτι έπρεπε, πλέον, να κάνω.

Ενημερωθήκαμε, τότε, ότι, λόγω της κατάστασης, η εξεταστική θα πραγματοποιούνταν ηλεκτρονικά. Και πες το ηλιθιότητα, πες το κόμπλεξ, πες το ό,τι μα ό,τι θες, κάπου “κώλωσα”. Με τρόμαξε λίγο αυτό τ’ άγνωστο. Τ’ ότι θα έβγαινα απ’ τα νερά μου. Εγώ είχα μάθει να μπαίνω στην αίθουσα, να διαλέγω έδρανο, να παίρνω την κόλλα στα χέρια μου και ν’ αρχίζω να γράφω. Δε ξέρω, αν πρέπει να γελάσω με την απόφασή μου ή, απλά, να μην πω το παραμικρό, δε ξέρω, αν ήταν λάθος ή σωστό, αλλά σκέφτηκα πως, ίσως, του χρόνου τα πράγματα να είναι καλύτερα… Ας μη το δώσω τώρα. Κι άφησα την εαρινή και την επαναληπτική εξεταστική να περάσουν. Στο μεταξύ, ήταν και τόσο δύσκολο το διάστημα του εγκλεισμού, που οι κρισάρες πήραν κι έδωσαν. Με το που μάς “ξαμόλυσαν” έτρεξα να βρω δουλειά, ώστε να έρθω στα ίσια μου. Το μοναδικό που βρήκα ήταν, δυστυχώς, για 3 μήνες. Αν και βραχυπρόθεσμη δουλειά, έτυχα καλού εργοδότη, τα βρήκαμε και μπορώ να πω ότι ήταν ένα ήρεμο καλοκαίρι, έπειτα απ’ την τρέλα του λοκντάουν. Κι έφτασε Σεπτέμβρης… Και βρήκα δουλειά, για την οποία έχω μιλήσει σ’ άλλο… επεισόδιο. Μια δουλειά στην οποία λες ότι δε μπορεί να περιστοιχίζεσαι από τόσους ηλίθιους… Αναστολή αρχές Νοεμβρίου 2020 για 7 μήνες κι άνοιγμα της εστίασης ξανά στις αρχές του Μάη του 2021. “ΖΗΣΕ ΜΑΗ ΜΟΥ ΝΑ ΦΑΣ ΤΡΙΦΥΛΛΙ”. Επιστροφή στη δουλειά, προστριβές, ασυνεννοησία, αλλά η Νίκη έχει θέσει κάποια όρια κι αυτά δεν επιτρέπει σε κανέναν να τα ξεπερνάει. “Μέχρι να βρεθείς σε πραγματική ανάγκη”, λέει ο πατέρας μου… ‘Τότε, θ’ αφήσεις τις επαναστάσεις σου!”. Και συμφωνούσε μαζί του κι ο κολλητός μου. Ίσως, ναι. Ίσως κι όχι. Πάντως, για όσο μπορώ, εγώ θα πατάω αυτούς κι όχι αυτοί εμένα! Δε χρωστάω σε κανέναν τους τον ιδρώτα μου! Και για καλή μου τύχη, επέστρεψα στην τρίμηνη καλοκαιρινή δουλειά. Κι είμαστε εδώ τώρα. Σε ζωντανό χρόνο. Το τι θα φέρει τ’ αύριο επαγγελματικά δεν το γνωρίζω. Αυτό που γνωρίζω, όμως, είναι ότι αρνήθηκα να δουλέψω για τρίτη χρονιά στη Σαντορίνη (θα ήταν τέταρτη, αν δε μάς τα είχε χαλάσει ο ιός, διότι θα πήγαινα και το καλοκαίρι του 2020). Κι αυτή τη φορά, πέρα από κάποιους ιδιαίτερους λόγους, αρνήθηκα, κυρίως, για τον εξής χαρακτηριστικό. Να κλείσει, πλέον, αυτός ο κύκλος με το μάθημα. Έφτασα, πλέον, στον Ιούνιο του 2021, για να δώσω τ’ οριστικό τέλος. Ξέρεις, κάπου βολεύεσαι με τις “δουλειές του ποδαριού”, όπως λέω εγώ τις δουλειές που κάνει κανείς κι αυτές δεν έχουν σχέση με τ’ αντικείμενό του, αλλά, προφανώς, τού δίνουν ψωμί. Κάπου, συνειδητοποίησα ότι, ρε φίλε, μεγαλώνω και, στο τέλος, θα χρωστάω το μάθημα μαζί με το παιδί μου. Και να πεις ότι είμαι σκράπας; Απλά τα έφερε έτσι η ροή. Αυτό, όμως, που μ’ εξόργισε και ήθελα να δώσω ένα τέλος είναι οι “απειλές” περί διαγραφής (που κάθε τόσο ακούμε, αλλά ποτέ δε γίνονται πράξη, αλλά μ’ αυτούς τους ηλίθιους για “κυβερνώντες”, ωστόσο, ποτέ δε ξέρεις) καθώς και η άρρωστη, αν όχι επικίνδυνη, πολιτική που έχει διαγράψει το υπουργείο “παιδείας”… (Θα επανέλθω μ” άλλο σχετικό κι εκτενέστερο κείμενο). Και, ξέρεις, τι γίνεται; Αυτό που σκέφτηκα δεν είναι ο μέχρι τώρα κόπος μου που θα πήγαινε χαμένος σε πιθανή διαγραφή (διότι εγώ μπορεί να καθυστέρησα, αφελώς, να πάρω το πτυχίο μου, κυρίως, όμως, διότι εργαζόμουν προσπαθώντας να βγάλω το δικό μου ψωμί, αλλά άλλα παιδιά καθυστερούν να το πάρουν για πολύ σοβαρότερους λόγους, κάτι που, προφανώς, αφήνει την κυβέρνηση ανεπηρέαστη) όσο οι προσδοκίες, ο κόπος και τα χρήματα των γονέων μου, διότι οι “κυβερνώντες” λένε πως παρέχουν δωρεάν παιδεία, αλλά μόνο τέτοια δεν είναι, όταν αφήνουμε τα σπίτια μας, νοικιάζουμε δίνοντας τα μαλλιά της κεφαλής μας σε ιδιοκτήτες – νταβατζήδες, έτσι όπως έχουν καταντήσει, πληρώνοντας πάγια έξοδα, πληρώνοντας τροφή, ορισμένες φορές ακόμη και τη βασική ύλη του πανεπιστημίου (όπως βιβλία ή φωτοτυπίες που θα έπρεπε όλα να παρέχονται ΔΩΡΕΑΝ). Σκέφτηκα, λοιπόν, το αίμα που έφτυσαν μαζί και το δικό μου μέσω των ξενυχτιών, της αϋπνίας μου, του διαβάσματός μου, του δικού μου ιδρώτα, για να μπορώ να λέω πως σπουδάζω, πως ανήκω στο τμήμα κοινωνιολογίας, πως θα βγω κοινωνική επιστήμονας.

Τα νεύρα, λοιπόν, ήταν το κίνητρο. Σε μια περίοδο που είχα, γενικότερα, χάσει κάθε πίστη και στην αξιοκρατία (σε κάθε της μορφή), αλλά και στην αξιοπιστία του εκπαιδευτικού συστήματος απ’ τις βάσεις ως την κορυφή ακούγοντας πως τα θρησκευτικά παραμένουν βασικό μάθημα, οι κοινωνικές επιστήμες αφαιρούνται απ’ τα σχολικά πλάνα και τα πτυχία ιδιωτικών θα είναι ισότιμα με τ’ αντίστοιχα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που, υποτίθεται, ότι είναι δωρεάν κι αξιόπιστα. Ακόμα κι αν δεν ασκήσω ποτέ το επάγγελμα της κοινωνιολόγου αυτό καθαυτό, ακόμα κι αν η ιστορία έδειξε πως μπορώ να πατήσω στα πόδια μου και να βρω δουλειές, ακόμη κι αν δεν αντιστοιχούν στο εύρος των περισσότερων δυνατοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων που κατέχω, σίγουρα, δε θα τούς χάριζα το πτυχίο ή δε θ’ άφηνα να πάει στράφι, διότι εν έτει 2021 σε μια περίοδο πλήρους κοινωνικής κρίσης, έχουν δρομολογήσει να ισοπεδώσουν τις κοινωνικές επιστήμες. Ήταν, λοιπόν, η καλύτερη στιγμή ν’ αποκτήσω το πτυχίο μου και να τούς φωνάξω ένα τεράστιο “ΑΝΤΕ ΜΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ”. Ακόμα και κάδρο να το κάνω, ξέρω ότι δεν το χάρισα και, φυσικά, δε μού χαρίστηκε. “ΑΝΤΕ ΜΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ”, λοιπόν. Και δίνω όρκο στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να το χρησιμοποιήσω, για να το τρίψω στη μούρη τους την ξιπασμένη.

Αυτό, λοιπόν, που θέλω να πω, αυτό στ’ οποίο θέλω να καταλήξω, είναι ότι δε χρειάζεται να πιέζεστε, για να πετύχετε, αν κρίνετε ότι χωράει μια αναβολή. Παρά τις πιέσεις των δικών μου και παρά τα δίκια τα οποία είχαν, πολύ περισσότερο άκουσα εμένα και τις ανάγκες που είχα στο εκάστοτε χρονικό διάστημα. Όταν για τους δικούς μου λόγους έκρινα ότι ήρθε η ώρα, όταν ένιωσα την ανάγκη, τη δύναμη και τη στιγμή αψήφησα όλα εκείνα τα “κουτά” που με κρατούσαν πίσω, έβαλα μπροστά τα σημαντικά κι αυτά που θα έφερναν χαμόγελο κι ανακούφιση και πέτυχα αυτό που θα έπρεπε να το είχα πετύχει νωρίτερα. Κανείς, ωστόσο, δε μού εγγυάται ότι, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, θα ήταν κι απαραίτητα καλύτερα. Γι’ αυτό (όχι να καθυστερείτε επί τούτου να κλείνετε εκκρεμότητες αλλά) ν’ ακούτε τον εαυτό σας, ν’ αντιλαμβάνεστε τι θέλει την κάθε στιγμή, να μην τον πιέζετε, να παίρνετε το χρόνο σας, να παίρνετε τις ανάσες σας και να θυμάστε, πάντα μα πάντα, πως η ωρίμανση έρχεται απ’ την πάροδο του χρόνου κι όχι απ’ τη βιασύνη. Η ωρίμανση έρχεται όσο μάς αντιλαμβανόμαστε και, σταδιακά, συνειδητοποιούμε τον κόσμο γύρω μας και τις ανάγκες μας.

Και ναι! Δώστε βάση και στο ταξίδι. Όχι αποκλειστικά στον προορισμό. Άλλωστε, αυτός μπορεί να μην είναι, καν, αυτό που κυνηγούσατε. Γιατί να πάνε στράφι και οι ώρες που περάσατε πάνω στο πλεούμενο του προορισμού σας;

Σάς φιλώ μέχρι να σάς συναντήσω ξανά!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *