Home >> Interviews >> Συνέντευξη με το συγγραφέα Γεώργιο Τζιτζικάκη

Συνέντευξη με το συγγραφέα Γεώργιο Τζιτζικάκη

“Νέα χρονιά, νέοι στόχοι”, λένε! Έτσι κι εμείς με την έλευση του νέου έτους εμπλουτίζουμε την κατηγορία του βιβλίου με την στήλη των συνεντεύξεων!

Και σ’ αυτό το βήμα μας, κοντά μας είναι οι αγαπημένες εκδόσεις Κάκτος, ενώ ποδαρικό κάνει ο πολύ αγαπητός Γεώργιος Τζιτζικάκης του οποίου έχουμε παρουσιάσει, ήδη, δυο βιβλία, την «Φλόγα, την φωτιά και την στάχτη» και τον «Ανεμόγερτο».

Αληθινός κι εξομολογητικός ο κύριος Τζιτζικάκης μοιράζεται με το “Out of the Box” και την Νίκη Συρίγου τις αλήθειες του και κάνει spoiler για το συγγραφικό του μέλλον!

Με το δεξί, λοιπόν!

 

«Ποια ήταν η αφορμή, για να ξεκινήσετε να γράφετε;»

Γ.Τ: «Ξεκίνησα να γράφω στην εφηβεία. Ήταν η ανάγκη ενός παιδιού που ζούσε

άσχημες μέρες και ήθελε να ξεφύγει απ’ αυτές. Έτσι, ήρθε το γράψιμο και οι

ιστορίες, για να δημιουργήσω κόσμους όπου μέσα τους έμπαινα, με την ίδια λογική

που ένα παιδί φτιάχνει ένα φανταστικό κάστρο και κρύβεται. Το γράψιμο και η

μουσική μ’ έσωσαν πολλές φορές στην ζωή μου και μού έδωσαν κουράγιο, για να

μην επιλέξω τον εύκολο δρόμο της παραίτησης, αλλά να συνεχίζω να ελπίζω.

Σήμερα, εικοσιπέντε χρόνια μετά, ακόμη το ίδιο κάνω, για να ξεφεύγω: γράφω μετά

μουσικής κι ελπίζω όσα γράφω ν’ αρέσουν σ’ όσους τα διαβάζουν.»

«Αναφορικά με την “Φλόγα, την φωτιά και την στάχτη”, πώς καταφέρατε

να μπείτε τόσο βαθιά και ρεαλιστικά στην γυναικεία ψυχολογία;»

Γ.Τ: Δομώ τους ήρωές μου, έτσι ώστε όλοι τους να έχουν ψυχολογικό υπόβαθρο,

παρελθόν, πάθη, σκέψεις και συναισθήματα. Δεν θέλω να είναι εξιδανικευμένοι

ήρωες μυθιστορηματικών σελίδων, αλλά άτομα που κάνουν λάθη και δίνουν τις

μάχες τους, πρόσωπα απτά, τα οποία θα μπορούσες να συναντήσεις στην

καθημερινότητα. Για να επιτευχθεί ο στόχος, απαιτείται κοινωνική παρατήρηση,

μελέτη συμπεριφορών, συναναστροφή και συζήτηση μ’ άλλους (συνήθως με

προσωπικότητες διαφορετικές μεταξύ τους) κι αρκετό διάβασμα. Στην περίπτωση

της “Φλόγας” αποτυπώθηκε η ιστορία της κάθε ηρωίδας, όπως μού την

εκμυστηρεύτηκε η καθεμιά, και, κατόπιν, δημιουργήθηκε η ψυχοσύνθεση της

ηρωίδας, εξετάζοντας τα γεγονότα, τα μοτίβα και τα κίνητρα, αγκαλιάζοντας πάντα

με τρυφερότητα και λίγη φαντασία την πλοκή και το δέσιμο των τριών γυναικών

που αναμετρούνται στο μυθιστόρημα αποκαλύπτοντας τα μυστικά τους. Τ’

αποτέλεσμα άρεσε στους αναγνώστες και μού έχουν, ήδη, ζητήσει να γράψω την

συνέχεια της ιστορίας αυτών των τριών γυναικών, γεγονός που με

χαροποιεί.»

 

«Από πού εμπνέεστε, για να γράψετε ένα βιβλίο, ένα διήγημα, ένα έργο;»

Γ.Τ: «Το γράψιμο για μένα είναι αποτέλεσμα καθημερινής πειθαρχίας κι αποτελεί

το πιο φωτεινό κομμάτι της μέρας μου, οπότε δεν χρειάζεται συγκεκριμένη αφορμή,

αλλά διάθεση για δημιουργία. Το να βουτήξω μέσα στις σελίδες είναι μια ανάγκη

για μένα, καθότι ο κόσμος εκεί έξω δεν μού αρέσει και τόσο, έτσι όπως έχει γίνει στις

μέρες μας –εννοώ την αγριότητα της κοινωνίας και μια ακόρεστη μισαλλοδοξία που

αναπαράγεται συνεχόμενα, βυθίζοντας κάθε θετική σκέψη στην μελαγχολία.

Έτσι, προτιμώ να αποσυρθώ στον κόσμο μου και να γράψω μερικές ώρες την μέρα, για να

μην αποτρελαθώ βλέποντας μια πραγματικότητα, στην οποία δεν ταιριάζω.»

«Έχετε στα σκαριά κάποιο νέο βιβλίο;»

Γ.Τ: «Γράφω σε καθημερινή βάση και, έτσι, υπάρχουν μερικά βιβλία στο συρτάρι. Αυτήν

την περίοδο ολοκληρώνω την συνέχεια ενός σκοτεινού νουάρ που εκδόθηκε κάποια

χρόνια πίσω κι αγαπήθηκε πολύ (το μυθιστόρημα με τίτλο “Ένα δράμι δύναμης”).

Εύχομαι οι ήρωες να μού κάνουν την χάρη και να προλάβω να τ’ ολοκληρώσω μέχρι

τον Φλεβάρη, για να εκδοθεί πριν το καλοκαίρι, αλλιώς θα επιλέξω άλλο βιβλίο.

Πιστεύω ότι τα πάντα στην ζωή έχουν τον δικό τους συγχρονισμό, για να

υλοποιηθούν, οπότε η χαρά μου είναι ίδια όποιο έργο μου κι αν εκδοθεί, όποτε κι

αν συμβεί αυτό.»

 

«Σάς αρέσει να παίζετε ανάμεσα στα είδη βιβλίων και ποιο προτιμάτε

περισσότερο;»

Γ.Τ: «Μού αρέσει να δημιουργώ έργα που θα μπορέσουν ν’ αναπαραχθούν και να

διαβαστούν πολλές φορές από πολλούς αναγνώστες διαφορετικών προτιμήσεων.

Είτε κοινωνικά, είτε αστυνομικά, είτε θεατρικά, από ένα μυθιστόρημα μέχρι ένα

διήγημα, μού αρέσει οι σκηνές να είναι γρήγορες και κινηματογραφικές. Έτσι,

βαστάω την κεντρική ραχοκοκαλιά (ήρωες, πάθη, πλοκή κ.α.) και δοκιμάζω διάφορα

τερτίπια ανάμεσά τους, τις περισσότερες φορές χωρίς να γνωρίζω το τελικό

αποτέλεσμα του κειμένου. Μού έχουν πει ότι αυτό που χαρακτηρίζει το ύφος των

ιστοριών μου είναι η ανατροπή κι αυτό το θεωρώ μεγάλο κομπλιμέντο· απ’ την

άλλη, μπορεί να μού λένε και ψέματα, για να μην νιώθω άσχημα, ποτέ δεν ξέρεις

(χαμόγελο). Πάντως, θεωρώ επιτυχία εκείνος που σε διαβάζει ν’ αναγνωρίζει το

ύφος σου σ’ όποιο είδος κι αν τού δώσεις την ιστορία σου και προσπαθώ πάντα να

τού κρατώ εκπλήξεις, να μην επαναλαμβάνομαι και να τον ενθουσιάζω σαν να με

διαβάζει για πρώτη φορά. Πολλοί, άλλωστε, θα σε διαβάσουν για πρώτη φορά, και

αν τούς αρέσεις, θα πάνε και στα προηγούμενα βιβλία σου.»

«Αναφορικά με τον “Ανεμόγερτο”, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράφετε ένα

βιβλίο βασισμένο σε προσωπικά βιώματα; Είδαμε στην διάρκεια του βιβλίου ότι

υπήρχαν αρκετά σημεία που ζοριζόσασταν αρκετά.»

Γ.Τ: «Ο “Ανεμόγερτος” αποτελεί ένα βιβλίο auto-fiction, όπως και τ’ αδελφάκι του, ο

πιο τραχύς “Παραθεριστής”. Αυτό σημαίνει ότι αναφέρουν, μεν, βιωματικά στοιχεία,

όχι μόνο προσωπικά δικά μου αλλά και μαρτυρίες άλλων σ’ εμένα, και η πλοκή

τους έχει εμπλουτιστεί με σκηνές, σκέψεις, διαλόγους κ.α. Αυτά τα δύο έργα μου,

γεννήθηκαν μέσα σε μια πολύ δύσκολη για μένα περίοδο,

όταν ήρθα αντιμέτωπος μ’ ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας και,

κατόπιν, πάλεψα με κρίσεις πανικού και την κατάθλιψη.

Ο “Παραθεριστής” χαρακτηρίστηκε από νωρίς cult κι αποτυπώνει τον

χρόνο μου με ψυχιάτρους και την παραμονή μου σ’ ένα ίδρυμα, πλάι σ’

ανθρώπους ζορισμένους όσο εγώ ή και περισσότερο· ο “Ανεμόγερτος” μιλάει πιο

άμεσα κι απτά για την διαδικασία ίασης που ακολούθησε και κρατάει μέχρι και

σήμερα, έχοντας εξάρσεις και υφέσεις. Τα βιβλία αυτά αγαπήθηκαν και μισήθηκαν

ταυτόχρονα, δημιουργώντας μια μεγάλη συζήτηση για το θέμα τους και κάνοντάς

με να σκεφτώ ότι, ίσως, είναι νωρίς για την Ελλάδα να μιλήσουμε για ένα auto-fiction

βιβλίο που αναγνωστικά θα καταφέρει ν’ αναλυθεί, να σπάσει σε κομμάτια και να

ψυχογραφηθεί, ώστε ν’ αποκρυπτογραφηθεί το νόημά του πίσω απ’ τις γραμμές

που κάποιος διαβάζει. Ωστόσο, καθετί που γράφουμε μένει στην Ιστορία και μπορεί

στο μέλλον να το βρει μια επόμενη γενιά και να εκτιμήσει, αν είχε αξία ή όχι.»

«Πόσο απολαμβάνετε την επικοινωνία με τον κόσμο στις παρουσιάσεις βιβλίων,

στις εκθέσεις και πόσο σάς βοηθάει στην βελτίωση του συγγραφικού σας έργου;»

Γ.Τ: «Όπως είπα και παραπάνω, η κατάσταση, στην οποία περιήλθα τα περασμένα

χρόνια, δεν με διευκόλυνε, ώστε να νιώθω άνετα με τις πολλές κοινωνικές επαφές ή

συναθροίσεις. Έτσι, πάνε πάνω από έξι χρόνια που έχω να κάνω παρουσίαση, αν κι

ομολογώ ότι πάντα ήταν μια διαδικασία που μού άρεσε. Για να είμαι πιο

συγκεκριμένος: μού αρέσει η ειλικρινής επαφή με τον κόσμο, η συζήτηση, η

ανταλλαγή απόψεων, ενστάσεων κι αποριών σχετικά με τα έργα μου, αλλά αυτό

συμβαίνει σπάνια σε μια παρουσίαση, καθώς, συνήθως, καταλήγεις να βγάζεις

φωτογραφίες, να χαμογελάς άβολα και να εισπράττεις συγχαρητήρια, πολλές φορές

μάλιστα, χωρίς, καν, να έχει διαβάσει κάποιος αυτό που παρουσίασες. Αν μη τι άλλο,

είναι μια κοινωνική μελέτη κι αυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σ’ ένα έργο,

αλλά προτιμώ την πιο ουσιαστική επαφή με τους αναγνώστες μου, καθώς τούς

θεωρώ φίλους μου κι όχι πελάτες μου.»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *