Όταν ο Κιντέλ Γουντς αγωνιζόταν στο NCAA με το Νόρθεστ Μισσισσίπι, η σύγκριση του με τον Τρέισι Μακ Γκρέιντι καταδείκνυε την προσδοκία της μεγαλειώδους καριέρας την οποία είχε δημιουργήσει ο Αμερικανός σουίνγκμαν. Βεβαίως, η σχέση του με το Νόμο δεν ήταν ιδανική και η παραβατική συμπεριφορά του αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για την πορεία προς την καθιέρωση του στο NBA. Ακόμα και στην Ευρώπη η εξωαγωνιστική συμπεριφορά του παρέμεινε προβληματική, αλλά τουλάχιστον κατάφερε να αποδείξει την υψηλή κλάση του.
Το 2002 επιλέχθηκε στο νούμερο 21 του ντραφτ από την ομάδα των Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς. Η παρουσία του στο Όρεγκον στιγματίστηκε από την καταδίκη του για διεξαγωγή κυνομαχίων. Σύντομα, βρέθηκε στο Μαϊάμι και μέσω Βοστώνης (ως «Κέλτης» δεν έπαιξε σε επίσημο ματς) κατέληξε στη Νέα Υόρκη. Τη σεζόν 2005 – 2006 με τη φανέλα των Νιου Γιορκ Νικς επέδειξε ελαφρά βελτίωση, αλλά ο Λάρρυ Μπράουν δεν εισηγήθηκε την παραμονή του στην ομάδα. Το 2007 αγωνίστηκε για έναν μήνα στην D – League (την σημερινή G – League) ως παίκτης των Μπάκερσφιλντ Τζαμ.
Μετά από 167 ματς στο NBA στα οποία δεν εντυπωσίασε με την απόδοση του (4,1 π.μ.ο), ο θεαματικός γκαρντ – φόργουορντ αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό του Πίνι Γκέρσον. Η εικόνα του χαρακτηρίστηκε ως κυριαρχική, αλλά αμφισβητήθηκε ως προς την σταθερότητα του. Στη μνήμη των οπαδών της ομάδας του Πειραιά είναι δεδομένο ότι έχει χαραχθεί η εκπληκτική παρουσία του στο πρώτο ματς των play – offs της Ευρωλίγκα εναντίον της ΤΣΣΚΑ Μόσχας αλλά και η επίθεση στον Ντέγιαν Τομάσεβιτς στον τρίτο τελικό των Play – offs του Πρωταθλήματος με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Με την απόδοση του στην Ελλάδα κέρδισε το δικαίωμα συμμετοχής στο All – Star Game στο οποίο ήταν ο νικητής του διαγωνισμού καρφωμάτων.
Το καλοκαίρι του 2008 αποπέμφθηκε από τον Ολυμπιακό λόγω της γνωστής παραβατικής συμπεριφοράς του (χρήση ναρκωτικών ουσιών) και βρέθηκε στη Φορτιτούντο Μπολόνια. Στην Ιταλία έπαιξε για ελάχιστο χρονικό διάστημα και στο τέλος της χρονιάς μετακινήθηκε στην Πολωνία για χάρη της Πρόκομ Τρεφλ. Μάλιστα, για δύο σεζόν φάνηκε ότι βρήκε το δρόμο προς τη δόξα. Η κατάκτηση δύο Πρωταθλημάτων από την Ασσέκο Πρόκομ Γκντίνια με τον Γουντς να είναι με διαφορά ο καλύτερος σκόρερ (2009) και ο πολυτιμότερος παίκτης (2010) του πολωνικού Πρωταθλήματος ήταν η απόδειξη της αγωνιστικής προόδου του. Μάλιστα, το 2010 οδήγησε την ομάδα του στα play – offs της Ευρωλίγκας. Ο αποκλεισμός από τον Ολυμπιακό (1 – 3) ήταν αναμενόμενος, αλλά η απόδοση του με αντίπαλο τον Τζος Τσίλντρες προκάλεσε αίσθηση…
Την αγωνιστική περίοδο 2010 – 2011 έπαιξε με τη ρωσική Κράσνυ Κρίλια Σαμάρα, αλλά στην αρχή του 2011 επέστρεψε στην Πρόκομ με την οποία κατέκτησε ένα ακόμα Πρωτάθλημα. Τη σεζόν 2011 – 2012 έπαιξε με Μακάμπι Χάιφα και Ντνίπρο. Η επόμενη αγωνιστική περίοδος ήταν η τελευταία ποιοτική σεζόν στην καριέρα του Αμερικανού από το Μέμφις του Τενεσί. Με την ισπανική Λαγκούν Άρο η απόδοση του ήταν εξαιρετική με συνέπεια το καλοκαίρι του 2013 να αποκτηθεί από τη Λε Μαν. Ωστόσο, δεν αγωνίστηκε με την ομάδα εξαιτίας προβλήματος στο γόνατο. Από το 2014 έως την απόσυρση του από την ενεργό δράση το 2019 έπαιξε στην πολωνική Κοζάλιν με εμβόλιμη παρουσία στη γαλλική Σολέ.
Είναι βέβαιο ότι ο Κιντέλ Γουντς αδίκησε τον εαυτό του, αλλά ο γράφων ως λάτρης των θεαματικών παικτών προτιμά να θυμάται με συμπάθεια τον πρώην παίκτη του Ολυμπιακού. Στο μυθικό running shot του και στην τρομερή ικανότητα να σκοράρει στον αιφνιδιασμό θεμελιώνεται, για τον Γουντς, το δικαίωμα να κατέχει μια θέση στη μνήμη των φίλων του μπάσκετ.