Home >> Αφιέρωμα >> Έρωτας και Αρχιπέλαγος

Έρωτας και Αρχιπέλαγος

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 ο Οδυσσέας Ελύτης συναντά τον Πάμπλο Πικάσο στο Vallauris, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη στη νότια Γαλλία. Η συνάντηση θα διαρκέσει μέρες και  θα γίνει αφορμή ο νέος τότε στην ηλικία ―και όχι ακόμα διάσημος― Έλληνας ποιητής να γνωρίσει την ανθρώπινη πλευρά του παγκόσμιου Ισπανού καλλιτέχνη. Ο Ελύτης, που θαυμάζει το μεγαλείο της τέχνης του Πικάσο, θα έχει την ευκαιρία να τον ζήσει στο εργαστήριο όπου δημιουργεί τα διάσημα έργα του αλλά και σε απλές καθημερινές σκηνές της ζωής. Εκεί, σ’ αυτές, είναι που ο Πικάσο θα κερδίσει τον θαυμασμό του Ελύτη για την ―«στο πείσμα των εκατομμυρίων του»― απλότητά του αλλά και τη δύναμη του χαρακτήρα του.

Περίπου μια δεκαετία αργότερα το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (αριθ. 85 – Γενάρης 1962) κυκλοφορεί με ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Πικάσο,  με την ευκαιρία του γιορτασμού της συμπλήρωσης των ογδόντα χρόνων του. Το αφιέρωμα μεταξύ άλλων περιλαμβάνει ένα κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη για το έργο του Πικάσο, γραμμένο το 1951 στη Γαλλία, στο οποίο κάνει μια πολύ μικρή αναφορά και στη συνάντησή τους,  και το ποίημά του Ωδή στον Picasso. Βλέποντας στο τέλος του ποιήματος την ημερομηνία και τον τόπο που γράφτηκε, εικάζουμε ότι αυτό συνέβη μάλλον κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησής τους (ο Πικάσο έζησε στο Vallauris από το 1948 έως το 1955).

Στα χρόνια της χούντας, προτίμησε να μιλήσει μέσα από το έργο του όπως ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» και το «Το φωτόδεντρο». Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, διετέλεσε για λίγους μήνες πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ αρνήθηκε τη θέση του βουλευτή Επικρατείας με τη ΝΔ.

Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο: Έδρα Ελύτη, στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϋ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Το έργο του μεγάλο και σημαντικό μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδοποιούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Έχουν ξεχωρίσει τα «Άξιον Εστί», «Τα ρω του έρωτα», «Προσανατολισμοί» και άλλα πολλά. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

«Το καλοκαίρι του ’51 που η τύχη το ‘φερε να ζήσω για δεύτερη φορά κοντά στον Picasso (στη Γαλλία). Ο Picasso με το παράδειγμά του, μ’ έβγαλε από πολλά συμπλέγματα, κυρίως από τη δυσκολία συναρμογής ανάμεσα στο Δυτικό και το Ανατολικό πνεύμα. Ο Picasso ήταν σχεδόν ένας αρχαίος Έλληνας κοντά μου. Μισόγυμνος, γεροδεμένος, μαυρισμένος από τον ήλιο, κατοικούσε, στο πείσμα των εκατομμυρίων του, σ’ ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι του Vallauris, απ’ αυτά που θυμίζουν τα δικά μας τα νησιώτικα. Κυκλοφορούσε μ’ ένα βρακί, ζωγράφιζε, κατέβαινε στο Golf-Juan μπάνιο, έτρωγε τον περίδρομο, κι έπεφτε με τα τέσσερα, για να κάνει το αλογάκι στην Paloma, το μικρό του τότε κοριτσάκι. Την αίσθηση που οι Έλληνες είχανε απαρνηθεί – του ήλιου και του έρωτα στην πρώτη, στην αρχική τους σημασία -, την ασκούσε σαν παλιός μυθικός βασιλιάς που το μεγαλείο του δεν βρίσκεται στην ισχύ και στην εξουσία, αλλά στις απλές κι άνετες χειρονομίες του. […]

Σε μια μεγάλη ξύλινη παράγκα, λίγα μέτρα πιο κάτω, που τη χρησιμοποιούσε για εργαστήριο γλυπτικής, έβρισκες έναν άλλο θησαυρό βγαλμένον από τα ίδια μυθικά μεσογειακά βάθη, αρχέτυπα της κουκουβάγιας, σ’ όλα τα πιθανά μεγέθη και σχήματα, της κατσίκας, που κατάφερνε να ενσωματώσει μπουκάλες και τενεκέδες και τρύπια πανέρια, όλα τα τυχαία ευρήματα μιας έρημης ακρογιαλιάς, που ακόμη διατηρούσανε, θα ‘λεγες, επάνω τους τη φρέσκια κάψα του μεσημεριού και τη γεύση της άρμης, τέλος, άλλα μικρά ζώα και πετούμενα, ψαράκια, κοκόρια, περιστέρια. «Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώνει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα», έλεγε. «Όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν δικαίωμα στο φως». Και μια μέρα που του κλαιγόμουνα για την κατάσταση στην Ελλάδα με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του αυστηρά: «Να τα βλέπεις κι από την άλλη τους όψη τα πράγματα», μου είπε. «Αν δεν ήτανε συντηρητικά τα καθεστώτα πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ‘μαστε επαναστάτες;», και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, για να μην καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή αστειεύεται…

Μιαν άλλη φορά, ένα μεσημέρι, με πήρε απ’ το μπράτσο και κάναμε όλη τη διαδρομή της αμμουδιάς. «Κοιτάξτε, κοιτάξτε», μου έκανε κάθε τόσο κι έδειχνε με το δάχτυλο μπροστά τις καταμέλαψες ξανθές που κυκλοφορούσανε με πελώριους φελλούς στα πόδια και πελώριες ψάθες στο κεφάλι και σχεδόν τίποτε άλλο… «Έτσι είναι και σε σας στην Ελλάδα; Τις άτιμες… έχουν το διάολο μέσα τους…». Φαινότανε περισσότερο ένας μάγκας στα δεκαεφτά του χρόνια παρά ένας ένδοξος στα εβδομήντα του. Και μόνον η φυσική μου δειλία μ’ εμπόδιζε να του φωνάξω πόσο τον παραδέχομαι τέτοιον που είναι, τι τεράστιο μάθημα δίνει με το παράδειγμά του στους σοβαροφανείς (τους δικούς μας προπάντων), τι συνέπεια ανάμεσα στα καθημερινά του «χούγια» και στα «χούγια» της τέχνης του… Ήμουνα τρομερά κολακευμένος να παρακολουθώ στις πιο ιδιωτικές του στιγμές έναν άνθρωπο που πολλοί αγωνίζονταν μήνες, μόνο και μόνο για να του σφίξουν το χέρι…».

Στις 18 Οκτωβρίου του 1979, η Σουηδική Ακαδημία αναγγέλλει την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη «για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία».

Το -αυτοβιογραφικό- του κείμενο που ακολουθεί είναι από τα «Ανοιχτά Χαρτιά» (εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1987, 3η έκδοση οριστική), ενώ παρεμβάλλονται ένθετα στίχοι του από τον Μικρό Ναυτίλο (εκλογή) – Οδυσσέας Ελύτης Εκλογή 1935 -1977, Εκδόσεις Άκμων, Αθήνα 1979, 2η έκδοση.

«Η αγάπη στην ποίηση μού ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω από τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ’ έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου ’κανε νόημα φιλικό μέσ’ από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ’ ένα γιαλό της Μυτιλήνης και ν’ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά. Κι άξαφνα, όπως ένας ήχος ή μια μυρωδιά, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, ανασταίνουν μέσα μας μια θαμμένη από καιρό εντύπωση, ξανάβλεπα τον εαυτό μου μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο να σκαλίζει τα βιβλία των μεγάλων και να στέκεται με απορία μπροστά σε μιαν ωδή του Πινδάρου. Δεν κάνω λάθος, είμαι βέβαιος, από τότε μου ’μεινε το κλασικό εκείνο: άριστον με ύδωρ. Αλλά εδώ δεν ήταν η ουσία, ήταν η διαφορετική διάταξη της γραφής, που με τραβούσε, νομίζω, τόσο ακατανίκητα. Τι τους έπιανε τους ανθρώπους να συνδυάζουν τις λέξεις έτσι που να μην λεν αυτά που λέμε κάθε μέρα; Και γιατί δεν τραβούσαν ως την άκρια της σελίδας αλλά σταματούσαν και ξανάρχιζαν από την άλλη αράδα;

Στα τραγούδια που άκουγα κάθε μέρα, στα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο, δε μού ‘ρθε ποτέ να σκεφτώ ένα τέτοιο πράγμα. Ίσως τ’ απλά νοήματα, ίσως η ομοιοκαταληξία, προπαντός αυτή, να μου έδιναν μια επαρκή εξήγηση. Αλλά εδώ, στη γερμανική στερεότυπη έκδοση που κρατούσα, δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα. Κάτι άλλο υπήρχε, που δεν το καταλάβαινα επειδή, βέβαια, δεν καταλάβαινα τα Αρχαία· και αυτό, σίγουρα, θα εξηγούσε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής.

 

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ

1

Έστρεψα καταπάνω μου τον θάνατον σαν υπερμεγέθες ηλιοτρόπιο:

Φάνηκε ο κόλπος ο Αδραμυτηνός με τη σγουρή στρωσιά του μαΐστρου

Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά

Ελαφρά βαλμένα το’ να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει

Γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου

Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω κόσμου.

 

Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς

Όπως ένα φυτό που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος

Του το γυρίσει σ’ ευωδιά ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία του κόσμου

Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο

Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους

Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.

Προσπαθώ να εκφράσω με σημερινά λόγια το αίσθημα που είχα την εποχή εκείνη· και που ξανάβρισκα σ’ ένα μόνο πράγμα: στα ξόρκια που με δέος και ανεπιφύλαχτο θαυμασμό παρακολουθούσα να κάνει μια γριά Κρητικιά μαγείρισσα που είχαμε τα χρόνια εκείνα στο σπίτι μας. Ήταν βέβαια και το τελετουργικό μέρος – τ’ απανωτά σταυροκοπήματα, οι σταξιές το λάδι στο νερό, οι τρίχες που καίγονταν τσιτσιρίζοντας, ένα κλωναράκι βασιλικός ραντίζοντας τα εικονίσματα. Μα πάνω απ’ όλα ήταν τα λόγια· παράξενα, «παλαβάτα», όπως  έλεγε η μάνα μου, άσχετα εντελώς μ’ αυτά που άκουγα γύρω μου, χωρίς κανέναν ειρμό, «μια μετατόπιση του ονείρου στο λεκτικό ιδίωμα», όπως θα μπορούσα να το προσδιορίσω σήμερα. Αν είναι θεμιτό να μιλά κανείς για τις παλιές εντυπώσεις, που – άθελά του – η κατοπινή πείρα διορθώνει και συγκροτεί, θα μπορούσα να βεβαιώσω πως είχα να κάνω μ’ ένα κύμα μυστηρίου που έβγαινε από το υλικό σώμα του ποιήματος και όπου ο αιρετικός χειρισμός του λόγου βρισκότανε σε αντιστοιχία με τον αιρετικό τρόπο της γραφής. Κάτι που, όσο μεγάλωνα, έβλεπα να προχωρεί βαθιά και να φτάνει ως την κοινή ρίζα, όπου συναντιούνται το φαινόμενο της γλώσσας και η συμβολική της γραφική παράσταση.

Και αυτό το κύμα του μυστηρίου, που το εκπέμπει κάθε κατά μέτωπον επίθεση και απόκρουση του ποιητή από τα ίδια τα μέσα της έκφρασής του, δεν έπαψε να υποβόσκει μέσα μου και να ζωηρεύει, ως το σημείο να με χτυπά με την ίδια ένταση κάθε φορά που μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα κείμενο ικανό ν’ ανοίγει ρήγματα στη λεγόμενη συμβατικότητα έδινε την αφορμή. Αναφέρω δύο συγκεκριμένα παραδείγματα: το ένα είναι η Κάθοδος της Ιχτάρ στον Άδη, το γνωστό ασσυροβαβυλωνιακό ποιητικό – θρησκευτικό κείμενο, που το πρωτοδιάβασα στο βιβλίο του Δρος Pierre Mabille, Le Miroir du Merveilleux, το 1940· και το άλλο, μια εκλαϊκευτική εργασία, επάνω στην κινέζικη γραφή, του Charles Leplay, με βάση το «Τραγούδι του Ποταμού» του Λι Τάι Πο, που έπεσε στα χέρια μου όταν βρισκόμουνα στη Γαλλία την άνοιξη του 1949.

 

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ

15

Αυτό το πέτρινο κεφάλι και οι σπασμένες γλάστρες

Βασιλεύοντας ο ήλιος την ώρα που ποτίζουνε

Στην Αίγινα ή στη Μυτιλήνη: το χαρμάνι αυτό

Από γιασεμί, λουίζα και αμπαρόριζα

Που κρατάει τον ουρανό σε απόσταση –

Εάν είσαι αλήθεια εκείνος που την ίδια

Στιγμή περνά ψηλά πάνω απ’ τις στέγες

Απαράλλαχτο καΐκι μ’ ανοιχτά πανιά

 

Τα γεμάτα χώμα κοριτσιών τραγούδια

Όπου τα δάκρυα λάμπουν σαν την Άρκτο

Και το περισσευούμενο χορτάρι τ’ ουρανού που πάτησες

Κάποτε μια φορά και μια για πάντα υπάρχει

Προσαρτημένο στη δική σου Ελληνική Επικράτεια –

Εάν είσαι αυτός που αλήθεια ζει και ζει εναντίον

Των περιττών πραγμάτων και ημερών

Ο αριστερός Ιησούς ω

τότε θα με καταλάβεις.

 

Ένα φτάσιμο ως τα μεγαλύτερα βάθη του χρόνου ήταν το πρώτο· και που έδειχνε πόσο ήταν ανέκαθεν σύμφυτη με τον ψυχισμό του ανθρώπου η παραλογική έκφραση και η υπαγωγή της σ’ ένα ύφος λειτουργικό, φτασμένο, έτσι ή αλλιώς, μέσ’ από τους πιο διαφορετικούς πολιτισμούς, τις πιο αντιφατικές διαθέσεις, ακόμη και μέσ’ από την οξύτερη αισθησιακή παρέκκλιση – τι παράξενο – σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «θαυματουργία». Ο μηχανισμός του παραμυθιού, ξεσηκωμένος κι αυτός από τον μηχανισμό του ονείρου, η ροπή προς τις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο, το αναπότρεπτο της μαγικής επίδρασης των αριθμών, παρόντα εκεί, μια ολόκληρη χιλιετηρίδα πριν από τον κύκλο που άνοιξε ο δικός μας πολιτισμός.

Κι ένα άλλου είδους φτάσιμο, στα βάθη της φαντασίας του ανθρώπου αυτό, και του τρόπου της λειτουργίας της, όταν πρωτόνιωσε την ανάγκη ν’ ανακοινωθεί, ήτανε το δεύτερο. Αλήθεια, δε γνωρίζω ποιητικότερο αποτύπωμα της επινοητικότητας, που μπορεί να διαθέτει το ανθρώπινο πνεύμα, από το κινέζικο ιδεόγραμμα, όπως μας παρουσιάζεται εντελώς ιδιαίτερα στην πρώτη, την αρχαϊκή του μορφή. Πρόκειται κυριολεκτικά για μιαν ακτινογραφία βγαλμένη απάνω στη στιγμή που ο ανθρώπινος νους πιάνει στην απόχη των σχημάτων εξίσου αποτελεσματικά τον κόσμο της ύλης και την αφηρημένη σκέψη. Όλα όσα έχουμε ίσαμε σήμερα θαυμάσει στα κορυφαία ποιητικά επιτεύγματα – η δύναμη των αναλογιών, η ακαριαία μετατροπή της σκέψης σε εικόνα, η τόλμη η συνδυαστική της φαντασίας και η ατελεύτητη συνειρμική της αλληλουχία – δεν αποτελούν παρά την αναλυτική φάση του ίδιου φαινομένου που ύστερα από μια νοερή διαδραμάτιση μας παρουσιάζεται κλειδωμένο σ’ ένα τελικό συντομογράφημα.

Το φαινόμενο της γέννησης είναι, στη γλώσσα και στη γραφή της, όπως και στη ζωή την ανθρώπινη, λιγότερο ίσως εντυπωσιακό, πολύ πιο ισχυρό όμως από το φαινόμενο του θανάτου. Κι απ’ αυτή την άποψη, της ελληνικής γλώσσας η γέννηση και η διαμόρφωση, για να ξανάρθουμε στο θέμα, με απασχολήσανε πολύ· όχι μόνο σαν ποιητή, που είναι φυσικό να πασχίζει να ξυπνήσει τα πράγματα από τη νάρκη τους μέσα στις λέξεις, θέλω να πω, να ξαναφέρει τις λέξεις στην κατάσταση του νεογέννητου, αλλά και σαν άνθρωπο, που η ευαισθησία του απόχτησε με τα χρόνια την αγωγή της ακοής απέναντι σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ηχώ των φαινομένων». Είναι ένας τρόπος κι αυτός ν’ αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα, που αν, στην περίπτωση αυτή, κινδυνεύει να με παρασύρει σε παραλογισμούς ή σε παλιές ξεπερασμένες θεωρίες, μου είναι αδιάφορο.

 

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ

18

Και  αφού σ’ εξοντώσουν θα’ ναι ακόμη ωραίος

ο κόσμος εξαιτίας σου

η καρδιά σου – καρδιά

Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε

Ακόμη θα χτυπά και μία ευγνωμοσύνη

Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει

 

Ω λυτή αστραπή – και πώς σε ξαναδένουν

 

Πού πια δεν έχω αέρα δεν έχω ζώου συντροφιά

Ή ξυλοκόπου καν ένα χαμένο αστροπελέκι.

Ακούω νερά να τρέχουν

ίσως να’ ναι από Θεού

Κι εγώ να βλασφημώ – ή να’ ναι από το στόμα

Κάποιου μοναχικού που σίμωσε της κορυφής τα Μυστικά

Κλειδιά

Και τ’ άνοιξε

γι’ αυτό απευθύνομαι σε Σένα

Βράδυ Μεγάλης Τρίτης με αντίκρυ μου το πέλαγος

Το ανεπανάληπτο – για να του πεις αντίο κι ευχαριστώ.

Ετοιμάζομαι να πω τούτο: τα στόματα που μπόρεσαν να μιλήσουν έτσι κι όχι αλλιώς, που αρθρώσανε τις λέξεις με τελείωση φθογγολογική, ικανή να παρακολουθεί τη γραμματολογική, χωρίς ούτε να υπολείπεται απ’ αυτήν ούτε να την ξεπερνάει ούτε να την αλλοιώνει, ασύνειδά τους υπακούανε στην ιδιαίτερη ακτινοβολία που προσλαμβάνουν τα φυσικά φαινόμενα στη συγκεκριμένη αυτή γεωγραφική περιοχή. Μεταφέρανε, και από συλλαβή σε συλλαβή σωματώσανε, τις έννοιες σε σύμβολα που είχαν το ίδιο καθαρό περίγραμμα (την ίδια έλλειψη αστάθειας ή μουσικής σύγχυσης ή σκιοφωτισμού) με τα πράγματα που υπήρξανε η γενεσιουργός τους αιτία – ένα βουνό στην πρώτη αιθρία, έναν ήλιο καταμεσής της θάλασσας, ένα βότσαλο μες στη διαύγεια του βυθού.

Την ημέρα που συνειδητοποίησα ότι στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει κιαροσκούρο κατάλαβα πόσο εύλογη είναι η αδυναμία μας να δεχθούμε την Αναγέννηση κι είδα να φεύγει και το τελευταίο στοιχείο που μ’ εμπόδιζε να κατανοήσω τη βαθύτερη ενότητα της τέχνης στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στα Νεοελληνικά χρόνια. Το φαινόμενο της ελληνικής γλώσσας πήρε στα μάτια μου τα γνωρίσματα του αναπόφευχτου που παρουσιάζουν τα φαινόμενα τα φυσικά· σε τέτοιο βαθμό, που έφτασα να πιστεύω ακράδαντα ότι κι η πιο θολή κι η πιο φευγαλέα ξένη γλώσσα ύστερα από μια χιλιετηρίδα ζωής στην περιοχή αυτή θα ’βλεπε τη φύση της ν’ αλλάζει, τους ήχους ν’ ανεβαίνουν από το λάρυγγα και να κατεβαίνουν από τη μύτη στη στοματική κοιλότητα, τις λέξεις να χάνουν τις άχρηστες συλλαβές τους, να ξεπλένονται στο φως και να λειαίνονται, την ουσία τους να καθαρίζει μ’ έναν τρόπο, αν όχι ακριβώς τον ίδιο, τουλάχιστον παραπλήσιο προς τον ελληνικό.

 

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ

21

Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: θα πεθάνεις.

Ο Κεράτιος ο άλλος θα σου ανοίξει

Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο

Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω

Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ’ απολύει

Ένα – ένα τα έργα σου.

Ε τι! Σκέψου από τώρα

Εάν η αλήθεια βγάνει

Σταγόνες εάν ο Γαλαξίας πλατύνεται

Πραγματικά: τότε βρεμένος φεγγοβόλος με το χέρι επάνω

Σε δάφνη ευγενή περισσότερο Έλλην φεύγεις

Κι από μένα που σου φύσηξα μες στο μπουγάζι άνεμο πρίμο

Σου ετοίμασα μες στις αποσκευές ασβέστη και υδροχρώματα

Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς Ιούλιο και Αύγουστο

Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας

Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις

Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντηλο

Το ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση

Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα της δεύτερη του επάνω κόσμου.

Δεν αξιολογώ τη στιγμή αυτή – διαπιστώνω· είναι κάτι πολύτιμο για μένα. Γιατί με βοήθησε ν’ αντιλαμβάνομαι, σήμερα, ότι ακόμη κι ο μικρός κώδικας της συμπεριφοράς μου απέναντι στους τρίτους, η προσωπική ηθική μου, ας πούμε, δεν είναι παρά μια ευδιάκριτη μεταγραφή της αισθητικής μου, που, με τη σειρά της κι αυτή, δεν είναι παρά μια μεταγραφή των φυσικών όρων που προσδιορίσανε την ανθρώπινή μου περίπτωση. Αλλά ένας τέτοιος δρόμος, από το επάνω του μέρος, μοιραία οδηγεί προς τη Μεταφυσική. Με κάθε κύμα της Ποίησης που μου ξανάρχεται, αφού προηγουμένως χτυπήσει στην πρώτη μου νεότητα, νιώθω να βρίσκομαι πιο κοντά στο φως. Η έννοια της Ανάστασης αναπόσπαστα είναι δεμένη μέσα μου με την έννοια του Θανάτου, αλλά πολύ πίσω, εκεί, στην περιοχή τη μυστική, που είναι ο προθάλαμος της Γέννησης. Την άκρα ολιγάρκειά μου την ξαναβρίσκω στην ειρηνική συμβίωσή μου μ’ ένα τέτοιου είδους αίνιγμα· όπως την εξοικείωσή μου με την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων, στη λειτουργία που ξέρει να προσθέτει δυό φτερούγες αγγέλου στον άνθρωπο. Τέλος, στο άγριο συναίσθημα υπερηφάνειας, που με χαρακτηρίζει, φτάνω να βρίσκω τους λόγους που με κάνουν να εχθρεύομαι τόσο πολύ τον μορφασμό στην Τέχνη (και στη Ζωή, βέβαια) και να υπακούω στη μυστική φωνή που αέναα μου υπαγορεύει: «αυτό που σε καθιστά ανίσχυρο δεν είναι για να το τραγουδήσεις».

Ε λοιπόν ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Η έμφυτη ροπή μου να εξαγιάζω την αίσθηση εκβάλλει κατευθείαν στο όραμα του Παραδείσου. Και είναι η νόηση του αφηρημένου μέσ’ απ’ την αίσθηση του συγκεκριμένου που με κάνει αμετανόητα να ξαναγυρίζω, θύμα κι εγώ του αιώνιου, στο απόλυτο αστραφτοβόλημα μιας θάλασσας μέσα στον ήλιο:

Elle est retrouvee!

Quoi? l’ eternite.

C’ est la mer melee

Au soleil.

 

Πηγή: Themetisproject.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *