Home >> Αφιέρωμα >> Ο Μάρκος με τ’αηδόνια και τα “πριόνια”

Ο Μάρκος με τ’αηδόνια και τα “πριόνια”

Οι πρώτες μέρες του Φλεβάρη είναι εκείνες που ζευγαρώνουν τα πουλιά. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, παραμένει 50 χρόνια μετά το θάνατό του, η κλωστή που μας ενώνει και μας βγάζει έναν ανώτερο, πνευματικό, εαυτό. Είναι ο παππούς, το δέντρο με τους καρπούς.

Εκτός των άλλων, ο Μάρκος γράφει για τα πάθη και τους καημούς του έρωτα. Την κυματιστή ζάλη της θαλασσοταραχής έως ότου φτάσει με τη μαούνα στη Σύρα. Η θαλασσοταραχή που ομοιάζει στη γυναίκα. Δεν είναι εύκολη. Δεν είναι ένας απλός παλμός. Ωστόσο δεν παρέλειψε και την ενδοχώρα του έρωτα. Χέρια με χέρια, μάτια με μάτια και υπαινιγμούς για βογκητά! Το πανάρχαιο δράμα που δεν το γιάτρεψε ο λωτός. Εκείνα τα χρόνια αν έφευγε η αγαπημένη σου, η καρδιά ακολουθούσε το μοναχικό σιωπητήριο.

«Ο έρωτας», είπες, «αυτός μόνο καρφώνει έξω απ’ τον Καιρό
την Μνήμη.»
Κωστής Μοσκώφ, «Ποιήματα» – Εκδόσεις Καστανιώτης

Μέσα στις σπηλιές του Πειραιά, οι οποίες, προσωρινά, τον φιλοξενούν, εμπνέεται και από τη θάλασσα. Τα νερά της το βράδυ είναι ασημένια. Τα βάφει το φεγγάρι. Εκεί, κάνει και τους διαχωρισμούς. Αν ο έρωτας δεν είναι, πρωτίστως, πόθος, δεν αξίζει να είναι και θεός. Έτσι, το “αγαπώ” δεν μπορεί να σταθεί μόνο του, χωρίς το “αγαπιέμαι’. Αλλιώς υπάρχουν αδικίες.

Το ρεμπέτικο, απορρίπτει τη στερεοτυπική φόρμα και το καλούπι. Κεντρίζει όπως ένα ριζίτικο, την καρδιά του αγριμιού. Η σφοδρή επιθυμία για τις γυναίκες, όπως το μπουρίνι στη θάλασσα. Οι ξέφρενες ορμές και η σιγαλιά. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο ποιητής Γιώργος Χειμωνάς συμπυκνώνει και ορίζει τον έρωτα ως ωμοφαγία. Τρώει ο ένας τον άλλο.

H ακμάζουσα δισκογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη χωρίζεται σε δύο περιόδους. Αρχικά, στη δεκαετία του 1930 κι έπειτα μετά τον πόλεμο. Κάποιες φορές, οι πίκρες και οι στεναγμοί της ζωής, βρίσκουν πρόσωπο στη γυναικεία μορφή και ακολουθεί ένα ξέσπασμα, η άρνηση της υποταγής. Είναι λάθος να κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, συμπεριφορές, σχεδόν, ενός αιώνα, πριν. Οι γυναικείες φωνές που χρησιμοποιεί, συχνά, για τα σεγόντα του είναι εκείνες της Ρίτας Αμπατζή, της Ροζίτας Εσκενάζυ, της Σοφίας Καρίβαλη (αδερφή της Ρίτας Αμπατζή), της Στέλλας Χασκίλ, της Σούλας Καλφοπούλου και της Έλλης Πετρίδου. Η Μαρίτσα Πανδρά, μία από τις τρεις αδερφές Πανδρά, όλες αρτίστες, έπαιζε μαντολίνο και εμφανιζόταν και στο Θησείο.

Την Έλλη Πετρίδου, τη Βουλγάρα, τη Σαλονικιά, τη γνώρισε στο Βαρδάρη. Την έβγαλε μέσα από το βούρκο, όπως αφηγείται στην αυτοβιογραφία του. Τις έδωσε να τραγουδήσει στο γραμμόφωνο συριανά ζεϊμπέκικα, ματζοράκια. Η Έλλη στάθηκε παλικαρίσια δίπλα του. Ωστόσο, με όλες αυτές τις γυναίκες δεν μπορούσε να ξεπεράσει το λιοντάρι της Ζιγκοάλας.

Την εποχή του τζουκμπόξ, όταν ο Μάρκος γύριζε τις ταβέρνες και έβγαζε τη σφουγγάρα στο τέλος για να βιοποριστεί, ο Τσιτσάνης παραγγέλνει στο Γρηγόρη Μπιθικώτση να τον επισκεφτεί στα Άσπρα Χώματα για να του ζητήσει να ηχογραφήσει επανεκτελέσεις των τραγουδιών του και να κυκλοφορήσουν στη δισκογραφία, όποια νέα σύνθεση είχε ετοιμάσει. Η μεταφορά του έργου του Βαμβακάρη στη νέα ελληνική μουσική παράδοση γίνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με το Στάυρο Ξαρχάκο και το δίσκο Το Κατά Μάρκον.

Όμως και τριάντα χρόνια νωρίτερα, τα τραγούδια του Μάρκου αποκτούν δεύτερη αναπνοή με τις ερμηνείες από τα πρώτα ονόματα της εκρηκτικής δεκαετίας του 1960 και τις Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Άντζελα Γκρέκα και Γιώτα Λύδια αλλά και το 1969 με την πρώτη επαφή του Ξαρχάκου με το Βαμβακάρη και τίτλο, “Μάρκος, ο δάσκαλός μας”. Παρά, λοιπόν, τις όποιες πρόσκαιρες εντάσεις, οι γυναίκες στην εργογραφία του είχαν την τρυφερότητα των ωδικών πτηνών και τη φροντίδα που ελάμβαναν κάθε πρωί από τον ίδιο προτού κάνει οτιδήποτε άλλο.

Ο συριανός δημιουργός διαπλάθει ένα υλικό το οποίο εξέφραζε νέα σχήματα και μορφές χωρίς τους περιορισμούς που είχε κληρονομήσει από το παρελθόν. Ο άνθρωπος πρέπει να λειτουργήσει χωρίς να γνωρίζει τι θα βγάλει το συνειδητό. Ενίοτε, αυτή η εξέλιξη είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα δεδομένου ότι το ασυνείδητο αποδοκιμάζει ένα στημένο παίξιμο, βάζοντας, έτσι τις βάσεις του αστικού τραγουδιού.

Ο Στέλιος Βαμβακάρης ισορροπεί σε δύο βάρκες. Τελικά, υπηρετεί την αντισυμβατικότητα, την επαναστατικότητα, την πρωτοτυπία, τη δημιουργικότητα. Ο πιο ροκάς από πολλούς ροκάδες.

Για να δούμε τώρα τι γίνεται όταν ο Τζίμι Χέντριξ συναντά το Μάρκο, δύο μεγάλα μεγέθη, μέσω του Τζίμη Πανούση.

Αλλά και ακραιφνώς ροκ συγκροτήματα είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον καημό της Φραγκοσυριανής.

Ο Θάνος Ανεστόπουλος, από το μουσικό γκρουπ Διάφανα Κρίνα, δίνει, το 2013, έναν ηλεκτρικό ήχο, με αφηγηματικό, θεατρικό τρόπο στο τραγούδι, Αντιλαλούνε οι φυλακές.

Τα Μπλε Παράθυρα ανήκουν στα αγαπημένα τραγούδια του Γιάννη Αγγελάκα. Εδώ, το ακούμε από μια συναυλία για το άριστο της δικαιοσύνης.

Κλείνουμε με την απελπισία της σιωπής. Όπως την αποτύπωσε στο πεντάγραμμο ο Βασίλης Ανδρικόπουλος, σε στίχους του Δημήτρη Σχοινοπλοκάκη και ερμηνεία του Βασίλη Λέκκα.

https://www.youtube.com/watch?v=s11pn9RNpH0

Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη Δανάη καθώς αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης και οπωσδήποτε η συνεισφορά της στον τομέα συγγραφής της πρόζας, ήταν καθοριστική!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *