Home >> Ποίηση >> «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…» Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…» Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Στις 10 Δεκεμβρίου το 1963 έγινε στη Στοκχόλμη η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ. Ανάμεσα στους τιμηθέντες και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το βράδυ της ίδιας ημέρας εκφώνησε την παρακάτω ομιλία στο δείπνο που παρατέθηκε στους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης. Στην ομιλία του, ο Έλληνας ποιητής συνοψίζει τις πεποιθήσεις του, αφενός για την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (και ευρύτερα της ελληνικής ηθικής συνείδησης) από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή και αφετέρου για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο.

Η Ομιλία

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους.

Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.

 Τελευταίος Σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν. Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες, πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων βαριά μια νάρκη. Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναντα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο. Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο που ξέφυγε κρυφά και φέρνει μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους ,και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει. Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·το κρατίδιο της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια. Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα, ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη, ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων. Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·σαν έρθει ο θέρος άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν. Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες, σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις; Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα; Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε. Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς. Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει, να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού, καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες. Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές, ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν· ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας λεύγες και λεύγες·ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας. Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνομνησι ήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»  Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

Ἄρνηση

Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ

κι ἄσπρο σὰν περιστέρι

διψάσαμε τὸ μεσημέρι

μὰ τὸ νερὸ γλυφό.

Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ

γράψαμε τ᾿ ὄνομά της

ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης

καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.

Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,

τί πόθους καὶ τί πάθος

πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!

κι ἀλλάξαμε ζωή.

 

Στροφή

Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι

ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει

μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση

σὰ μαῦρο περιστέρι.

Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,

ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου

στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου…

Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,

ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη

τὴν τραγικὴ κλεψύδρα

βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα

στὸ οὐράνιο περιβόλι.

(συλλογή Στροφή, ὁμώνυμο ποίημα)

 

Ελένη

Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη

ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,

ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν

τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.

ἂν εἶναι ἀλήθεια

πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,

ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη

ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο

εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,

δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει

μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε

πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ

πῆγαν στὴν ἄβυσσο

γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.

(απόσπασμα)

 

Επί Ασπαλάθων

Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.

Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες

τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι

δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια

καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.

Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν

ἀκόμη…

Γαλήνη

-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;

Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ

τ᾿ αὐλάκια.

Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου

δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.

Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:

«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει

«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν

τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν

ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους

καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».

Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του

Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος

31 τοῦ Μάρτη 1971.

Ὑστερόγραφο

Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα

καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια.

Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα

τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ

πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας

χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν

τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα.

Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους

δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους.

Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια.

Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας

μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα,

Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε

ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε

γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα

ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς

ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας,

πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε

μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ

ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας

στὰ χάσματα τῆς μνήμης.

Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς.

Ἂς γίνει  ἀλλιῶς  τὸ θέλημά Σου.

ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγ-

γαριού

η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια

το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας

και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλ-

λιά σου

χρυσά. τ’ άστρα του Κύκνου κι’ εκείνο τ’ άστρο ό Αλδε-

βαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

καμιά φωτιά στην κορυφή τους. βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου. στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή

μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν

στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα

να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα

περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. o χιονι-

σμένος

κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν

μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε

τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι’ οι

δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη

σιωπή

δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι

σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα

χαλίκια

σαν την ανάμνηση, της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των

νερών

κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει-

στά πηγάδια

ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες

πού μου ξεφεύγουν

εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι’ αυτός ό άνθρωπος

πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού

σ’ αγγίζει

στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου

μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή

βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε-

ρά του,

δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ό δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο

γυρεύεις

να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν

εκείνους

πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,

όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν

κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί

πού στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,

ό δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι

και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *